- χαρακτήρισμα
- χαρακτήρισμαProll. Hes.neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαρακτήρισμα — ίσματος, τὸ, Μ [χαρακτηρίζω] ιδιαίτερο ύφος λεκτικής έκφρασης ή, κατ άλλους, διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό … Dictionary of Greek
χαρακτηρισμάτων — χαρακτήρισμα Proll. Hes. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηρίσματα — χαρακτήρισμα Proll. Hes. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)